Πηγη: Κείμενα μαζί: Μια συνεργατική προσπάθεια για ψηφιοποίηση κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html.

Έχουμε μια απίστευτη γλώσσα. Είναι χρέος μας να τη διατηρήσουμε ζωντανή και να την καλλιεργήσουμε ακόμα περισσότερο!

Το δρομάκι ήταν ήσυχο, σαν απελπισμένο και ορφανεμένο. Μεγάλες λακκούβες καταμεσής του, γεμάτες νερό της βροχής, θαμποφέγγιζαν κάτω από το αρρωστεμένο ηλιόφωτο, που πάσκιζε να ξεσκίσει την πηχτή συννεφιά. Στην πέρα γωνιά, εκεί που άρχιζε η άσφαλτος του μεγάλου δρόμου, σωριασμένα σκουπίδια, κουρέλια, χαρτιά κι αποκαΐδια και σάπιες φλούδες, ανάδιναν τη βαριά και ξινή μυρουδιά τους. Το κορίτσι κοντά στο παράθυρο προσπαθούσε να συνεφέρει κάποιο κουρέλι με τη βελόνα του. Ένα χειμωνιάτικο πουλάκι στάθηκε στα σκουπίδια, τσίμπησε μια φλούδα και πήγε να κοιτάξει τον κόσμο πάνω από ‘να γερμένο κεραμίδι.

Απελπισμένο κι ορφανεμένο ήταν το δρομάκι. Κι έτυχε τότε να ‘ρθει και ν’ ανασάνει εκεί δα χάμου ο άνθρωπος που περπατούσε από τα βαθιά χαράματα, φέρνοντας λογής λογής φρύγανα και σαρίδια από το βουνό. Μια παλιοκασόνα με δυο ρόδες στο πλάι ήταν το έχει του· τη ζεύτηκε ο ίδιος και το παιδί ίσαμε δεκατεσσάρω χρονώ, την έσπρωχνε από πίσω. Κι ίδρωναν κι αγκομαχούσαν κι οι δυο. Το μεγάλο παιδί έρεβε δυο μήνες στη φυλακή – μέρα τη μέρα καρτερούσε την εχτέλεση, που θα το λύτρωνε από τα δεινά του. Τα βάσανά του ήταν αμολόγητα, τι βελόνες στα νύχια και τι αναμμένες εφημερίδες και τι σούρσιμο πάνω στα χαλίκια με την κοιλιά – μα εκείνο δεν άνοιγε το στόμα του, μήτε που παραπονιόταν, μήτε που μετάνιωνε για τίποτε, μόνο καρτερούσε ήσυχα την ώρα που θα ‘παιρναν ένα τέλος όλα τούτα, μ’ ένα βόλι στην καρδιά, μ’ ένα βόλι στο καθάριο μέτωπο της θυσίας. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, η ντουλάπα με τις ψαλιδισμένες εφημερίδες άδεια, το τζάκι σβηστό – μια μούχλα και μια υγρασία, κάτι σαν την ανάσα της πείνας, είχε κατακάτσει απάνω σ’ όλα και δεν έλεγε να ξεσηκωθεί από κει. Έτσι ο γέρος τ’ αποφάσισε να πάει να μάσει χόρτα και ξύλα. Τόσοι και τόσοι έκαναν κάθε μέρα το ίδιο. Ξεκινούσαν για το βουνό με τα πόδια γυμνά, μ’ ένα τσουβάλι στην πλάτη, με μια κασόνα ξεγοφιασμένη· σαν τύχαινε και μπορούσαν να βοηθήσουν και τα παιδιά, στον πηγεμό τα βάζανε μέσα και τα σούρνανε -κι ύστερα έσπρωχναν κι εκείνα στο γυρισμό από πίσω. Μα ο δρόμος ήταν μακρύς – Θε μου, τι ατέλειωτους δρόμους έχει η γη σου! Κι εκεί έξω τα χωράφια πρασίνιζαν, τα νεράκια μουρμούριζαν, μα η συννεφιά ήταν πάντα βαριά και πηχτή, σαν μια πίκρα που πλάκωνε την καρδιά. Θρήνος σ’ έπιανε να κοιτάς τα σπαραγμένα πεύκα, τ’ αποκαΐδια, τους μαύρους λόφους που ξεμάκραιναν ίσαμε τη θάλασσα. Οι λοτόμοι ξεστήθιαζαν τις ανηφοριές, ξεχέρσωναν τις λαγκαδιές. Ήταν άλλης λογής άνθρωποι τούτοι! Γέμιζαν τα κάρα τους με τα χοντρά άλογα από το πράσινο δάσος και φεύγανε, φεύγανε τραγουδώντας. Και την άλλη μέρα ξανά· και δεν άφηναν δέντρο για δέντρο, μονάχα τη γη σακατεμένη -και τη νύχτα να τη δέρνει αλύπητα η βροχή και, σα να μην την καταπίνει, σαν να τη βγάζει από τα σπλάχνα της η ίδια, μια θάλασσα δάκρυα και μια λάσπη γλιστερή που γέμιζε πατημασιές, καθώς ανοιχτές λαβωματιές πάνω σ’ ένα καταπληγιασμένο κορμί. Και τότε το πάθος των ανθρώπων έσμιγε με το πάθος της γης- χορτάρι δεν πρόφταινε να φυτρώσει κι ο πεινασμένος το συμμάζευε στο σακούλι του τρέμοντας μην τον ξεκρίνει από πουθενά και τον διώξει σαν το τυραγνισμένο σκυλί ο δυνάστης λοτόμoς. Μα, όσο και να πεις, ήταν μια παρηγοριά αυτή η στέρηση που έδενε τον άνθρωπο με τα πράματα κι η πίστη, πως κάποια μέρα πίσω από εκείνους τους λόφους θ’ ανέβαινε ένας ήλιος φλογάτος και θα ξυπνούσαν οι τάφοι κι από στεριές κι από θάλασσες θα ξεχυνόταν το καινούριο τραγούδι, μια μέρα χαρούμενη, που δεν θα ‘χε πια τελειωμό.

Το καροτσάκι βρισκόταν παρατημένο σύρριζα στο στενό πεζοδρόμιο. Ο άνθρωπος σφούγγιζε τον ιδρώτα του με το κουρελιασμένο μανίκι και το παιδί ξεκουραζόταν κοντά στο παράθυρο, κάτου από το κορίτσι με την ασταμάτητη βελόνα. Το σακούλι με τα χόρτα ήταν γεμάτο και το καροτσάκι ήταν γεμάτο – θα μπορούσαν όπως όπως να την περάσουν και τη μέρα τούτη και τώρα που ανακάλυψαν το βουνό η ελπίδα δεν ήταν χαμένη. Το παιδί ξέκρινε κιόλας μια φρέσκια φλούδα πορτοκαλιού στα σκουπίδια και χίμηξε να την αρπάξει, σαν να φοβόταν μην τύχει και βρεθεί περαστικός στο ειρηνεμένο δρομάκι και του την πάρει. Κάθισε κει δα πέρα και ξεσκάλιζε· βρήκε κι ένα κόκαλο, πασαλειμμένο παχιά λάσπη και το ‘πλυνε στη λακκούβα καταμεσής, στο νερό της βροχής, και το τραγάνιζε ευτυχισμένο. Σ’ ένα ξεκοιλιασμένο κουτί κονσέρβας φέγγιζε κάτι σαν υποψία λαδιού και το συμμάζεψε κι εκείνο και το ‘δειχνε στον πατέρα του σαν πλούσιο βρετίκι, χάρισμα μοίρας πονόψυχης. Ήταν μια σοβαρή δουλειά να ψάχνεις, ολοένα να ψάχνεις στο σωρό τα σκουπίδια και ν’ απλώνεις το χέρι ολοένα βαθύτερα και να πασπατεύεις ζητώντας το θησαυρό, που δεν τ’ αποφάσιζε να βρεθεί -μα κιόλας κάτι του ‘λεγε του καθενός πως υπάρχει.

Κι ήταν ολότελα δοσμένο σε τούτη τη δουλειά το παιδί· και δεν άκουσε τίπoτα. Μήτε ο πατέρας άκουσε τίποτε, προσπαθώντας να ζευτεί πάλι το καροτσάκι και να ξεκινήσει για πάρα πέρα. Έπαιρνε και να μεσημεριάζει και συλλογιόταν πως θα έπρεπε στο σπίτι ν’ ανάψουν φωτιά να ζεσταθούνε και μια σταλιά και να βράσουν τα χόρτα. Κάποιος γείτονας του είχε πει τις προάλλες πως έριχνε μέσα στο τσουκάλι πεντέξι ελιές και το χόρτο έπαιρνε τη μυρουδιά του λαδιού και νοστίμιζε. Σαν δύσκολο πράμα να βρεις τι ελιές! Μα μπορεί στο τέλος ο γείτονας να ‘χε ακόμα καμπόσες. Όλα τυχαίνουν -και τα πιο απίστευτα- σε τούτο τον κόσμο καμιά φορά! Δε συλλογιόταν άλλο τίποτε από τούτο, καθώς ζευόταν το καροτσάκι σαν έπεσαν μονομιάς στο δρομάκι οι λαστιχένιοι τροχοί κι ένα σούσουρο έκαμε το πουλί, που στεκόταν ακόμα στο κεραμίδι του, να πετάξει αλλοπαρμένο πέρα στην άσφαλτο, μακριά. Πίσω από το κρύσταλλο, στ’ αυτοκίνητο, άστραψε ένα φαρδύ κατακόκκινο πρόσωπο, οργισμένο. Καθόταν κι ένα κορίτσι δίπλα του και μασούσε μια σοκολάτα χαμογελώντας. Το καροτσάκι σείστηκε σύγκορμο, μα ήταν κολλημένο γερά στη λάσπη και δεν έλεγε να ξεκινήσει από κει. Κι ο άνθρωπος ζεμένoς αγκομαχούσε και τιναζόταν κι εκείνος σύγκορμος και στέριωνε τα πόδια ολάνοιχτα πίσω και πάσκιζε να τραβήξει μπροστά με το φαγωμένο κορμί τεντωμένο σαν ένα τόξο και τ’ αριά άσπρα γένια του ξαναγέμισαν ιδρώτα μονομιάς και τα μάτια του συννέφιασαν και δεν μπορούσαν τίποτε πια να ξεκρίνουν. Το χοντρό πρόσωπο μούγκριζε πίσω από το κρύσταλλο και φοβέριζε και βλαστημούσε σ’ άγνωρη γλώσσα. Είχε γίνει πια γαλαζοκόκκινο και γαλάζωνε ολοένα, κι ο κοντός λαιμός ανασηκωνόταν ανυπόμονος μπροστά σε τούτο το εμπόδιο τ’ αναπάντεχο. Το κορίτσι μασούσε τη σοκολάτα του και χασκογελούσε. «Τι χαριτωμένος γινόταν αυτός ο Φριτς, όταν θύμωνε!» Μα το πράμα δε βάσταξε πολύ. Ο Φριτς κατέβηκε από τ’ αυτοκίνητο αλαφιασμένος· οι μπότες του άστραψαν καλογυαλισμένες, άστραψαν τα μάτια του σκοτεινά και τα χείλη του μούγκριζαν, μούγκριζαν. Το ‘πιασε το γεροντάκι, λιγνό σαν το φρύγανο, και το ‘στησε στον τοίχο πλάι στο παράθυρο του κοριτσιού που ανατρόμαξε και κρύφτηκε μέσα κι άρχισε να το δέρνει το γεροντάκι, να το χτυπάει όπου έβρισκε με γροθιές και κλοτσιές κι ολοένα να φρενιάζει περισσότερο. Το παιδί σωριάστηκε πάνω στα σκουπίδια και βάλθηκε να κλαίει τρομαγμένο και να κοιτάζει και να μην μπορεί να κουνήσει από τον τόπο του. Το γεροντάκι δεν έβλεπε πάρεξ δυο ασημένιους αϊτούς, ένα περιλαίμιο που ανεβοκατέβαινε μπροστά του -κι ένιωθε δυο χοντρά, ζεστά κομμάτια σάρκας να πέφτουν απάνω του σαν το φλογισμένο σίδερο· μα μήτε βόγκηξε μήτε άρθρωσε λέξη. Τo κορίτσι κατάπιε τη σοκολάτα του και ξεφώνισε: «Ντας ιστ γκενούχ, λίμπλιχε Φριτς, ντας ιστ γκενούχ!» Οι μπότες ξεμάκρυναν. Το χοντρό πρόσωπο είχε ξανάβρει τον εαυτό του, κάτι σαν γαλήνη και σαν ικανοποίηση. Ανέβασε το αυτοκίνητο σύρριζα στον τοίχο, στο αντικρινό πεζοδρόμιο, και πέρασε θριαμβευτικά, γεμίζοντας βαριά μυρουδιά μπενζίνας τ’ ορφανεμένο δρομάκι.

Το κορίτσι με τη βελόνα άνοιξε την πόρτα, έπλυνε το πρόσωπο του γέρου με κρύο νερό, το σκούπισε με καθάρια πετσέτα· ήρθανε κι οι άλλες γειτόνισσες κι έφερε η μια ένα κομμάτι, ένα ελάχιστο κομμάτι ψωμί κι η άλλη το μπουκαλάκι με το ρούμι και πάσκιζαν να συνεφέρουν τον άνθρωπο που κακοπάθησε. Μα κάτω από τα μάτια το πετσί ήταν γαλαζόμαυρο και φουσκωμένο, λες κι από στιγμή σε στιγμή θα ‘σκαζε και θα ‘τρεχε από εκεί μέσα όλο το δάκρυ που δεν έβγαινε από την καρδιά. Το παιδί μπόρεσε τότε πια ν’ ανασηκωθεί κι έπιασε τα χέρια του πατέρα και τα φιλούσε και του πασπάτευε το κορμί και γλυκά και θαρρετά του μιλούσε, σαν να γεννιόταν την ώρα εκείνη ένας αδάμαστος άντρας μέσα του. Ύστερα στάθηκε ολόρθο και κοίταξε πέρα κι είδε τη λάσπη σημαδεμένη από τα λάστιχα κι έβαλε όλη του την ψυχή στη ματιά· κι ήταν σαν να γέμισε το δρομάκι αχούς αναστάσιμους και ν’ άνθισε η γης μονομιάς, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, και τα χελιδόνια να σπάθισαν το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού. Γιατί την ώρα εκείνη ένα βασανισμένο κι ανυποψίαστο παιδί έγινε λεύτερος άνθρωπος και κατάλαβε ποιο είναι το χρέος του.